BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS »
Η ζωή ποτέ δεν περιφρόνησε τους εραστές της...
Δε φοβάμαι τόσο τις ανοιχτές θάλασσες...
Τ' άγρια κύματα...
Τα πεινασμένα σκυλόψαρα...
Πιο πολύ με φοβίζει η πλήξη
των λιμανιών...
Η αβάσταχτη απειλή
των κάβων...

Αλκυόνη Παπαδάκη

21/4/09

..Μπορεί να μην σε ξέρω..

Μπορεί να μην σε ξέρω κι όμως σε θέλω σαν τρελή
τις νύχτες τις άγριες που ξαπλώνω στο κρεβάτι μου
αργά, βασανιστικά, να είσαι η τελευταία μου σκέψη

Μπορεί να μην σε ξέρω μα μυρίζω το άρωμα σου
παιδική πούδρα ανακατεμένη με ουίσκι
με σταγόνες απόσταγμα από τον ανδρισμό σου

Μπορεί να μην σε ξέρω μα να έχω πετάξει μαζί σου
και να μην φοβήθηκα στιγμή ότι θα πέσω
να είχα αλεξίπτωτο την δική σου φαντασία

Μπορεί να μην σε ξέρω μα μια στιγμή να σε σκέφτω
αρκεί να ανατριχιάσω
να με προδώσει χωρίς τύψεις το ίδιο μου το σώμα

Μπορεί να μην σε ξέρω μα τέλειωσα στα μάτια σου
δίχως χρώμα να βλέπω
και όσες φορές την λύτρωση δεν βρήκα, να ναι γλυκός ο πόνος

Μπορεί να μη σε ξέρω μα ονειρεύομαι την μορφή σου κάθε βράδυ
ένα πλαίσιο με φωτεινή επιγραφή «θέλω»
και μια υγρασία να απλώνετε εκτός από ιδρώτα εφιάλτη

Μπορεί να μην σε ξέρω και να μην σε γνωρίσω ποτέ
μα να είμαι σίγουρη ότι δεν καταναλώνομαι
..Όταν νομίζω πως σε ξέρω..

..Και εσύ που δεν πιστεύεις..

Πες μου πως μπορείς
την βροχή να μην αντέχεις
λίγο πριν το Πάσχα των ελλήνων
λίγο πριν την Άγια σωτηρία

Πες μου πως μπορείς
οικτρά να μου παραπονιέσαι
ξέσκεπος είναι ο ουρανός
και είναι ένας
Μια και η διάφανη βροχή
που μας μουσκεύει

Σμιλεύει με αυτήν το σώμα μας
περνά στα κύτταρα μας
ρουφάει ζωή το άγονο
τα μέσα μας ανθίζουν
μεμιάς
μπουμπούκια ματσικόριδα

Και εσύ που δεν πιστεύεις
άδικα ξοδεύεις
τους αναστεναγμούς σου
σε φιλιά ανέραστα
δίχως ίχνος υγρασίας
άσε με να με χαιδέψει η βροχή
να ανοίξουνε οι πόροι
πεθαίνω για τα χάδια αυτά
σταλιά σταλιά να πνίγονται
μέσα στους αναστεναγμούς

Και εσύ που δεν πιστεύεις
με ομπρέλα καρτεράς
την δική σου σωτηρία
μα ποια σωτηρία έρχεται
χωρίς να έχεις πεθάνει

..έστω για ένα μόνο χάδι…

..μέρες..

Τις μέρες που νυχτώνουν
σε βουτιές ανατολής
θέλω να διώξω
να τις αφήσω αξημέρωτες
να περνώ από την ανατολή
μεμιάς στην δύση
μέχρι να αναρρώσουν

Όμορφες που είναι οι μέρες στο δρόμο τους
ήλιος φωτεινός, ζεσταίνει,
μεσημεριάζει
δεν καίνε οι αχτίδες του
βραδιάζει
η κάψα του
δεν λιγοστεύει

Όμορφες που είναι οι μέρες στο δρόμο τους
ανοικτοί οι ουρανοί, κρύο
ρέουν κοντά στο τζακι οι ιστορίες
μεσημεριάζει
μυρίζει η γη βροχή
βραδιάζει
η διψά δεν λιγοστεύει

Αυτά όμως τα βράδια των διασταυρώσεων
καθρέφτες, φουρτούνες
σε πυροφάνια…
ανήσυχα και ήσυχα..
αθόρυβα και θορυβώδη..

Μια στιγμή του χρόνου τούτου
που μπλέκει τα ανόμοια να σταθείς
θα λυτρωθούν οι μέρες..θα βρουν το δρόμο τους..
πυξίδα σταυροδρόμι..

..το τελευταίο αντίο..

..πόθος..

Με φίλησε με ένταση
και ένιωθα το σώμα του να τρέμει
έχασα τον έλεγχο
στις άκρες των δακτύλων του
στις άκρες των χειλιών του
έβλεπα και τον πόθο μας
στις κόρες των ματιών του
άγριο το χρώμα του, γκρίζο
θάλασσα θολή, φουρτουνιασμένη
Κρύφτηκα μέσα στο στόμα του για λίγο
άχνα, μόνο αναστεναγμοί, βαθιές ανάσες
ακούμπησε τα χείλη του στο στήθος μου
σαν μύριζε το δέρμα μου οξυγόνο
σε δάσος που φωτιά δεν είδε
Εκλεισα τα μάτια αφήνοντας
μια μικρή χαραμάδα
τόση, όση να βλέπω το στόμα του στις ρώγες
τόση, όση να παντρέψω εικόνα με αφή
πίνακας αφηρημένης τέχνης
με υλικό μεθυστικό,
φιλιά με δάγκωμα, με λαχτάρα
πρωτόπλαστων σαν δάγκωσαν το μήλο
πως γίνετε να είναι τόσο γλυκός ο πόνος
Δέρμα να καίει
πυρά σε χρώμα κόκκινο βαθύ
πόσο ωχρό το κίτρινο μου μοιάζει
ένα σε θέλω με τις αναπνοές μπλεγμένες
δυο τα θέλω, το ένα μέσα μου απότομα να νιώσω
Φύγαμε για στιγμές σε μακρινό ταξίδι
στους κήπους της Εδέμ μου
με όλες τις αισθήσεις μου παραδομένες
μέχρι να μας ρουφήξει ο πόθος
την ενέργεια μέχρι το μεδούλι
γυρνάμε πίσω ιδρωμένοι, κουρασμένοι
μα χορτασμένοι με μόνο ένα μήλο…

..παράνοια..

Βουλιάζω στην παράνοια μου
Πέταξε ένα βότσαλο στην θάλασσα
Αυτό τον ήχο κάνει το μυαλό μου
Όταν βουλιάζει στην μέρα, στην νύχτα,
στο χθες, στο αύριο, στο σήμερα

Μα να το κάνεις με μαεστρία
Ένα, δυο, τρία πετάγματα στα κύματα
και μετά στα βαθιά, παιδεύεται
αυτό, ναι, το πέτυχες, έτσι κάνει το μυαλό μου
άκουσε τον ήχο με όλες τις αισθήσεις σου,
ακούς η έφτασα στον πάτο?

..μοίρα..

Πώς να διαβάσουνε την μοίρα σου,
Με το χέρι βουλιαγμένο μέσα σου,
Και αν καταφέρεις και το βγάλεις,
Πως να το απλώσεις και αντέξει,
Μάγισσα, να μείνει στις γραμμές σου..

..η αγάπη της μάνας..

Ξημερώνει. Δεν θέλω να γράψω τίποτα, ψέματα, θέλω να γράψω αλλά δεν μπορώ.
Έχω κουράσει το μυαλό μου και την ψυχή μου με χίλια δυο θέματα. Για έρωτες, αγάπες, χωρισμούς, φιλίες και προδοσίες, για ταξίδια, πατρίδες και θρησκείες, αρρώστιες και θανάτους.
Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι για το μόνο που δεν έχω γράψει μέχρι σήμερα είναι για την αγάπη της μάνας, για το θαύμα της ζωής που λέγετε μητρότητα, παιδί, παιδί μου, παιδί σου.

Κοιτάζω το ρολόι στον υπολογιστή, δείχνει 6:13 και το δικό μου αγόρι κοιμάται ήσυχα στο κρεβάτι του. Να σας πω την αλήθεια, όσο ο Μορφέας μου αντιστεκόταν, θα έχω κοιτάξει τον μικρό γύρω στις δέκα φορές. Ασυναίσθητα ξεχνάς ότι έχει μεγαλώσει και δεν ακούστηκε ποτέ για αιφνίδιο θάνατο σε νήπια. Τι κακό και αυτό! Δεν κατάφερα ποτέ να αποβάλω το άσχημο συναίσθημα, αυτό το ότι μπορεί να πάθει κάτι. Από ημερών μέχρι σήμερα φαντάζομαι διάφορα, ότι πέφτει από το μπαλκόνι, η στο δρόμο δεν τον κοιτάζουμε και τον παρασέρνει αυτοκίνητο. Ζωντανές, φριχτές σκηνές μπροστά στα μάτια μου. Καθημερινά, στον ξύπνιο μου, στον ύπνο μου. Είναι για να τρελαίνεσαι. Δεν ξέρω για εσάς αλλά εγώ μόλις γέννησα τον γιο μου, τους λέω αν ήξερα γι'αυτό το αιώνιο αίσθημα πανικού που με έχει καταβάλει δεν θα έκανα ποτέ παιδιά. Δεν κάνω εγώ για μάνα. Η μαμά μου έλεγε, είναι μωρό, όταν μεγαλώσει θα ελαττωθεί και δεν είναι αίσθημα πανικού, είναι απλά ευθύνη. Πάνε πέντε χρόνια και δεν έχει μειωθεί, ούτε στο ελάχιστο. Η απάντηση της μαμάς βέβαια άλλαξε, τώρα έγινε, δεν πιστεύεις στον θεό κόρη μου, να πας σε μια εκκλησία, να μιλήσεις με έναν πάτερ. Το καλό είχα αρχίσει να καταλαβαίνω την δική μου μάνα. Άγγελος να μας κρύψει κάτω απο τις φτερούγες του όταν κτυπούσαμε, όταν πονούσαμε και δαίμονας να σκορπίσει στους πέντε άνεμους οτιδήποτε μας απειλούσε. Ευτυχώς μεγάλωσα σε ένα σπίτι που η αγάπη ξεχείλιζε. Οι γονείς μου μέχρι σήμερα είναι πολύ αγαπημένοι, μην γελάσετε, υπάρχουν φορές που τους βλέπω, νιόπαντρο ζευγάρι, με τις ζήλιες τους και τα καμώματα τους. Χαμoγελώ τώρα που το γράφω αυτό. Τους λατρεύω, είναι υπέροχοι άνθρωποι, γνήσιοι, περήφανοι. Πως σου έρχονται όλα μαζεμένα, πριν λίγο μονολογούσα, για να μην πω μοιρολογούσα, πως ουτε μια φράση δεν μπορώ να διατυπώσω σωστά, όχι πως τώρα το κάνω αλλά είναι από αυτές τις φορές που δεν με νοιάζει, τι και αν βρείτε ένα λάθος, δυο, δέκα, εγώ αυτό που ήθελα να γράψω, το γράφω.

Ουφ! Θυμήθηκα όταν πέθανε ο πεθερός μου, ο πρώην μου ράκος, λέξη δεν μπορούσες να του πάρεις, και εγώ το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν τον δικό μου μπαμπά. Στην εκκλησία όλοι έκλαιγαν, καλή ψυχή ο κ. Γιώργος, εγώ βράχος, με το που είδα τον πατέρα μου να ανεβαίνει λυπημένος τα σκαλιά, αναφιλητά και λυγμούς η Μαρία, εγωιστικό ε; Δεν το ήθελα, σκεφτόμουνα ότι μια μέρα θα έρθει και οι σειρά τους. Η αλήθεια έχω σταματήσει να γραφώ για περίπου ένα δεκάλεπτο, πως κλαις πάντα όταν τα σκέφτεσαι αυτά. Ποτάμι τα δάκρυα, εκεί που νόμιζες ότι έχεις αδειάσει. Πως θα νιώθουν οι γονείς μας για εμάς, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Πάντα λέμε ότι η χειρότερη απώλεια είναι του παιδιού σου.
Όλα τα αλλά είναι μηδαμινά, ασήμαντα, άμμος στην χούφτα μας. Έτσι είναι. Φευγαλέα πέρασε η εικόνα της ξαδέλφης μου που έχασε την τετράχρονη κόρη της. Τι κουράγιο και αυτή. Τι δύναμη; Που να την βρει; Nα ξημερώνει, να νυχτώνει και να λείπει το σπλάχνο σου, τι μαρτύριο, πως τρως, πως πίνεις νερό. Λέμε σε όλους η ζωή συνεχίζετε, το κεφάλι ψηλά, ο χρόνος ο καλύτερος γιατρός. Μαλακίες. Ουφ.
Με τα αδέλφια μου όταν μιλούσαμε για αυτά, σαν προσευχή, από μικρά, λέγαμε, μακάρι να φύγουμε έτσι όπως ήρθαμε, με την ίδια σειρά. Το δίκιο. Ο μπαμπάς, η μαμά, εγώ, η αδελφή μου και μετά το αιώνιο μωρό της μαμάς μου, ο αδελφός μου. Καλά, το δίκαιο.

Τελικά η ζωή σε ξαφνιάζει, σε βάζει μπροστά και σου λέει να τον εδώ, πολέμησε τον. Τι να της πεις; Δεν ήταν η σειρά μου; Να φύγει; Πήγαινε στον άλλον δίπλα και έλα σε λίγα χρόνια! Δεν γίνεται. Πηγαίνεις πίσω, μαζεύεις τα όπλα σου και παίρνεις φορά. Διαφορετικά το έχασες το παιχνίδι.

Να που τώρα, το σημαντικότερο όπλο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το μικρό σου. Ρίχνεις μια μάτια προς το δωμάτιο, μπράβο δύναμη ο μικρός. Απίστευτο ε! Σαν να σε γαντζώνουν στην γη να μην φύγεις, η αγάπη, η λαχταρά, η φροντίδα. Που θα πας και θα τον αφήσεις;
Αρχίζεις τους συλλογισμούς, που θα μείνει; Με τον μπαμπά του; Και αν αυτός παντρευτεί μια κακιά που δεν θα τον αγαπάει; Φάντης μπαστούνι η κακιά μητριά των παραμυθιών σου, Χιονάτη, Σταχτοπούτα, όλα εκεί. Σε ‘πιάνει’ και το παράπονο βέβαια, ειδικά αν έχεις μεγαλώσει παιδί μιας άλλης, η εξαίρεση σε όλα αυτά που έγραψα σήμερα. Ε ναι, και εδώ υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Εγώ λες μεγάλωσα τόσα χρόνια ένα μωρό που δεν ήταν αίμα μου, το αγάπησα, το φρόντισα στις αρρώστιες του, πρώτη στις χαρές του, κ κ κ, εμένα το δικό μου; Έτσι θα μεγαλώσει; Απο εκεί το πήρα, απο εδώ το έφερα, πάλι για θανάτους έγραψα. Νομίζω πρέπει να αρχίσω να ψάχνω για εξορκιστή στο διαδύκτιο. (και τα δυο ι ειναι;)!! Άλλη μαλακία αυτή.

Να μην σας τα πολυλογώ, τώρα νιώθω φριχτές ενοχές, θα ξυπνήσει και θα είμαι σαν ζόμπι.
Τι κακό και αυτό, αν δεν υπάρχει έστω και μια ενοχή δεν ησυχάζουμε. Σήμερα θα τον περιμένω να ξυπνήσει, να δει ένα χαμόγελο λαμπερό, θα κουράστηκε και αυτό το καημένο να με βλέπει έτσι. Το χειρότερο από όλα είναι όταν σε ρωτάει, μαμά πάλι άρρωστη είσαι; Τι να πεις τώρα σε έναν πεντάχρονο. Τι να του εξηγήσεις και τι θα καταλάβει. Βάζεις μια μάσκα από εκείνες χωρίς πόνο και προσπαθείς να τον κοροϊδέψεις. Μπα, δεν τα καταφέρνω. Είναι και πανέξυπνος, ε ναι μάνα είμαι, να μην το πω? Χαχαχα.. Αδιόρθωτες μάνες!

..ο χρόνος..

Το θέατρο του παραλόγου
Με ηθοποιούς και θεατές
Μια άμορφη μάζα
Και την πρωταγωνίστρια απούσα
Τρέχει να βρει τον χρόνο;
Πάει καιρός που έχει να τον δει
Τον άφησε στα κύματα να παίξει
Λίγο, όσο κρατάει το σήμερα
Και αυτός μικρός και άπειρος
Πλανεύτηκε με'στον αφρό τους
Εκεί την βρίσκω στην ακρογιαλιά
Να κάθετε θλιμμένη
Τι κάνεις εδώ μονάχη σου
Σκοτείνιασε
Να φύγεις
Και αυτή με βλέμμα άρρωστο
Μόνο εμέ δεν βλέπει
Πιπίλιζε σαν βρέφος
τα ακροδάχτυλα της
Τρελή είναι αυτή σκέφτηκα
Μα σαν την ξανακοίταξα
Αίμα στα χέρια της
Έγλυφε τις πληγές της
Με λύσσα
Λες και ήτανε χρόνια η μόνη τροφή της
Σαν στράγγισε όλο το αίμα της
Έτρεξε με στην θάλασσα
Τρελή είναι πάλι σκέφτηκα
Μα σβήστηκε η ακτή
Και βρέθηκα με’στα βαθιά μαζί της
Γέμισαν οι πνεύμονες νερό
Μα δεν σταμάτησε
συνέχιζε να ψάχνει
Και έτσι ξαφνικά
γύρισε και με είδε
Έλα να ταξιδέψουμε της λέω
Πάμε να φύγουμε από εδώ
Και την αγκάλιασα σφιχτά
Για να την σταματήσω
Ξημέρωσε κοπέλα μου
Το φως πως δεν το βλέπεις
Μην πονάς
Μην τρέμεις
Ξύπνα
Μην κοιμηθείς
Μην αφεθείς
Ξύπνα
Μου γλιστράς
Κρατήσου
Άνοιξε τα μάτια σου
Το φως πως δεν το βλέπεις
Ο χρόνος είναι, μην πέσεις σε παγίδα
Με στον αφρό όπως ήτανε
..εξατμίστηκε..
Και έσμιξε με τον ήλιο..

..λεπτομέρειες..

Χάθηκα στο βλέμμα σου
Κοίταξε με, κράτησε με
ταξιδέψε με στα όρια μου
Και αν δεν σου είναι αρκετό
έλα και σπρώξε με
σου αφήνομαι, δεν βλέπεις;
Ζω διψασμένος για όσα εγώ δεν βλέπω
τις λεπτομέρειες σου
νερού σταγόνες που χύνεις στο κορμί μου
πως με διαπερνούν μέχρι τα άκρα του μυαλού μου;

Ταξιδέψε με, να χάνομαι στον πόθο
Απελευθερωμένος, ζωντανός
μα ακόμα διψασμένος
Έχω δεθεί σφιχτά στην πλώρη σου
Και αφέθηκα σε σένα
θέλω να φωνάξω
έλα ξεδίψασε με
μην περιμένεις τον προορισμό μας
μα κλείνω τα μάτια
καρτερικά, σταγόνες περιμένω
νιώθω να σπάει η καρδιά
είμαι εκεί, κοντά στα άκρα

Μα δεν μα αφήνεις
στο χείλος του γκρεμού
τα χείλη σου θυσία
και εκείνο το λακκάκι στο λαιμό
παλάμη με δροσιά γεμάτη
θυσία έγινε και το κορμί
που ακούμπησες σε μένα
και όσο τυραννικά του έδινες
τόσο καιρό σταγόνες
έτσι σταλιά σταλιά
γλιστρούσα στο δικό σου...

Με μάτια ερμητικά κλειστά
με βρήκε η ανατολή μου
με τα κεριά μισά
και το μυαλό ανοίχτο
μια ανάσα πριν απ'την πηγή μου
..ακόμα διψασμένο …

..ερωτικά..

Μην σταματάς, ανάσαινε
φιλί ζωής στο φλεγόμενο σώμα μου
Μην σταματάς, ανάσαινε
βαθιά, έλα, χάραξε με
μάγεψε τα πιο κρυφά μου μέλη
μαχαίρι η φτερό, μην σε μέλλει
είναι γλυκός της ηδονής ο πόνος
και αν κουραστείς αγάπη μου
έλα, στην θάλασσα μου αποκοιμήσου..

..Ένστικτο..

Θέλω να σε αγγίξω
σ’έχω δει, σ’έχω ακούσει, για λίγο
Λίγο αλλά αρκετό για να ξέρω
Πάλι..το περίμενα τόσο καιρό
Χωρίς αυτό, τίποτα
Ούτε αέρας, ούτε φως
Αναδύθηκα, ομόρφυνα, με ξαναβρήκα
Για όσο θέλω να σε αγγίξω
Κι αν όχι, δεν πειράζει
Αυτό το βλέμμα το ξέρω
Αυτό το άγγιγμα το ξέρω
Αναγνωρίσιμα πια, μα σπάνια
Όμως να πάλι, τα αναγνωρίζω
Μια ματιά διαπερνά την άλλη
συναντιούνται, συνωμοτούν
Κι εσύ το ξέρεις, αλλά το επεξεργάζεσαι
Μόνο φευγαλέα σε άγγιξε
Σε σένα έβαλε το φίλτρο ο νους
Σε μένα το ένστικτο
Θέλω να σε αγγίξω
Με τα μάτια μου, με το είναι μου
Όλα ξεχειλίζουν, ρέουν
Θέλω, δεν μου φτάνει αλλά μου αρκεί
Όλες οι αγαπημένες μυρωδιές το άρωμά σου
Και αυτο το χρώμα των ματιών σου
Μου φάνηκε ότι ερχόταν
μόνο όταν κοιτούσαν τα δικά μου
Αλλού ήταν βαμμένα με άλλο χρώμα
Αν με άφηνες να σε αγγίξω, ξέρω
Όλα θα περνούσαν αμέσως από το ένα σώμα στο άλλο
Θα έφευγαν οι αμφιβολίες, θα έσβηναν στη στιγμή
Στο όνειρό μας..
αυτή τη στιγμή περιμένω
ξυπνάω, κοιμάμαι, ονειρεύομαι
Και θα ρθει..
Ένα άγγιγμα όπως το ονειρεύομαι
βαθύ και τρυφερό,
ζεστό και ερωτικό,
φιλικό και μητρικό,
..όλα...όλα σε ένα άγγιγμα...

..παιχνίδια του μυαλού..

Παράξενα που είναι τα παιχνίδια του μυαλού μου,
Χωρίς κανόνες λογικής,
να μην θέλω να κάνω πίσω,
να με κατακλύζει σε στιγμές παράξενες,
να θέλω να ταξιδέψω στα βαθιά
χωρίς να με νοιάζει ποιος θα βουλιάξει μαζί μου..

και να που το μυαλό μπορεί να παίξει άγρια,
ακούραστα και ανήθικα,
και πάλι να μην θέλω να κάνω πίσω,
από τα βαθιά να ταξιδεύω σε ουρανούς,
να μουδιάζω στην εικόνα των ματιών σου
να μαγεύομαι, να γίνομαι κομμάτι σου,
και εσύ να γίνεσαι κομμάτι,
που τελειώνει μόνο μέσα μου,
να πέφτω σε λήθαργο,
να χαζεύω το χαμόγελο σου,
και να μουδιάζω ξανά και ξανά,

και να ξέρω ότι χάνω τούτο το παιχνίδι,
μα να παίζω ξανά και ξανά…...

..έλα..

Θέλω να ‘ρθεις, μια ώρα μόνο σου ζητώ,
να είναι μια νύχτα χωρίς φεγγάρι
Σε ένα ξενοδοχείο φθηνό, υγρό,
κάπου κοντά στο κέντρο,
σε σεντόνια βρώμικα, μουχλιασμένα από ιδρώτα,
αμαρτωλών που πετάνε τα κορμιά τους

Θέλω να φύγεις, τόσο γρήγορα όσο ήρθες,
Εδώ δεν μένει ίχνος μυρωδιάς
όταν τελειώσει το έργο,
Τις καλύπτει η αυλαία όταν πέφτει,
Τις προστατεύει από ότι αταίριαστο έχει αναθυμιάσει,
Εμένα, εσένα, την μυρωδιά σου στο σώμα μου..

Έλα..

..μορφέας..

Με ξέχασε ο Μορφέας,
με άφησε εκεί, κουλουριασμένη σε μια άκρη,
να βασανίζομαι, να πονάω,
και πώς να μην με ξεχάσει,
τόσες φορές ήρθε
και εγώ τον έδιωχνα,
έρωτας παράξενος
η σχέση μας,
όταν με θέλει
καμώματα του κάνω,
και όταν τον βλέπω να φεύγει
τον λαχταράω πάλι..

Μα τώρα τον ποθώ φριχτά,
να γλυκάνει το είναι μου,
να δω το χρώμα της αυγής,
όπως στα αλήθεια φέγγει..

..air de parfum..

Άνοιξα μια πόρτα μεγάλη,
του παραδείσου φάνταζε
μπήκε μυρωδάτος, γιασεμί θαρρώ
νέος, περήφανος, ινδιάνικο άτι
του έδωσα όνομα, μορφή
βιαστικός όσο κρατάει ένα πετάρισμα βλεφάρων
κάπου στα ενδιάμεσα τον είδα,
δεν τον μύριζα μόνο
μα δεν έκλεισα την πόρτα
του ταίριαζε ένα άγγιγμα πιο μεθυστικό
θα περιμένω,
βράδυ που θα έρθει
εδώ θα είμαι πάλι…

..βροχή..

Μα γιατί δεν βρέχει,
δεν μπορώ άλλο αυτή την ξηρασία,
μέσα μου, έξω μου,
θέλω να βρέξει δυνατά, για ώρες,
να βγω έξω ξυπόλυτη,
χωρίς να φοβάμαι ότι μπορεί να αρρωστήσω,
κάθαρση η δυνατή βροχή,
πιο δυνατή και απ΄τα νερά του Ιορδάνη,
να εισχωρήσει μέχρι τα σπλάχνα μου,
και εκεί,
να ξαναγεννηθώ..

..σε ταξίδι αναψυχής..


Δεν ξέρω για τις δίκες σας, οι δικές μου τάσεις φυγής έρχονται και απροσδόκητα και συχνά.
Εγώ πάντως με κακομαθαίνω, παίρνω ένα αεροπλάνο και σε λίγες ώρες βρίσκομαι σε άλλη χώρα, παράξενη η δύναμη του αέρα, σε αναζωογονεί, τι και αν είναι η ατμόσφαιρα πιο μολυσμένη από ότι στην πόλη σου, αυτή η αλλαγή σου δίνει φτερά. Φοράς τα αγαπημένα σου παλιά ρούχα και σου φαίνονται καινούργια. Αέρας που μεταμορφώνετε σε πούδρα παιδική.Σου χαϊδεύει και σου αρωματίζει το σώμα. Αυτές τις άλλες που δεν μπορώ να φύγω, φεύγω μόνο με την ψυχή. Αυτή και αν είναι φυγή. Θανατοποινίτης σε επιτυχημένη απόδραση.
Η καθημερινότητα μου ένας διακόπτης, τον κατεβάζεις και βλέπεις την ψυχή σου να φεύγει. Χαμογελάς, δεν ξέρω αν με ακούει αλλά της λέω ‘καλό μας ταξίδι’. Το κινητό μου στο αθόρυβο και ο γιος μου στο πιο ασφαλές σπίτι του κόσμου όλου, αυτό των δικών μου. Και να’μαι, να απολαμβάνω το ταξίδι μου σε διακεκριμένη θέση, που ναι! Τι καλά! Μπορείς και να καπνίζεις! Μαζεύεις τις σκέψεις σου, τα λάθη σου, τα πάθη σου, ότι τελοσπάντων σου προκαλεί ύστατη χαρά και θλίψη, και τα βάζεις σε μια αποσκευή. Μην ανησυχείς, εδώ δεν χρεώνεσαι όταν υπερβαίνεις το όριο, όσα πιο πολλά έχεις το θάρρος να ‘ανασηκώσεις’, τόσο το καλύτερο.
Όσο για την προσγείωση, τι να σας πω, πιο ομαλή προσγείωση δεν έχετε βιώσει.
Άλλοι διαλέγουν αυτά τα πολυτελείς ξενοδοχεία για την εξαγνιστική τους διαμονή, άλλοι αυτά τα καθαρά μεν αλλά φθηνά δε. Τι χαζό το αίσθημα της συνήθειας! Λες και θα πληρώσεις!
Ένα μικρό δωμάτιο με μεγάλο κρεβάτι σε άσπρα λινά σεντόνια, ανοιχτά παράθυρα με θεά την θάλασσα, μου φτάνει. Ανοίγω την βαλίτσα μου και κουλουριάζομαι στο κρεβάτι. Εδώ οι σκέψεις μου, τα λάθη μου, τα πάθη μου, τα θέλω μου, όλα. Τι και αν σου μοιάζει ταξινόμηση τιμολογίων, εμένα αυτό με βοηθά! Ζώδιο και ωροσκόπος παρθένος τι περιμένεις! Σε πόσα από αυτά τα λάθη στενοχώρησα κάποιους, αγαπημένους η απλά γνωστούς, σε ποιά έχω την δύναμη να ζητήσω συγγνώμη;
Όσα μένουν τα καταχωνιάζω σε μια γωνία, σε αυτή που έχει το φερμουάρ, για τα λερωμένα εσώρουχα, δεν τα ξεχνώ, περιμένω ένα άλλο ίσως ταξίδι.
Βλέπω τα πάθη μου. Χα! Και πως τα βλέπω μην νομίζετε πως κάνω κάτι δραστικό, άνθρωπος είμαι, τα ξαναβάζω πίσω στην αποσκευή μου. Είναι καιρός να τα αφήσω εκεί, απορώ τι τα βάζω και τα βγάζω κάθε φορά, εντελώς χάσιμο χρόνου.
Μαζεύω τα θέλω μου, ανάβω τσιγάρο και νιώθω δυνατή να τα κάνω όλα μπορώ. Εδώ είναι η μαγεία όλου του ταξιδίου μου.

Δεν τέλειωσα, δύση του ήλιου και δεν θέλω να την χάσω. Έχετε δει ποτέ τον ήλιο να δύει στην θάλασσα με τα μάτια της ψυχή σας; Αν όχι, δεν είναι αργά για θαύματα..

..του ξύπνιου οι εφιάλτες..

Τι και αν τρέχει πάλι το μυαλό καρδιά μου,
Μην το σταματάς..
Αυτή η ελευθερία του είναι μας, δεν σε συναρπάζει;
Δεν έχω το νήμα της Αριάδνης
Και αν το ‘χα, θα το φύλαγα για λαβύρινθρους άλλους
Είναι οι αισθήσεις μας που έχουν ξεχυθεί
σαν καταπιεσμένος όχλος..
Και ας το να παει σε λημέρια γνώριμα
λημέρια που μας έχουνε πονέσει..
που χάσαμε ανθρώπους πολυαγαπημένους,
που ανατρέψιμα κηδέψαμε όμορφες αγάπες
Και ας το να παει σε λημέρια γνώριμα
που είχαμε ευτυχήσει
λημέρια που μόνο απέξω και αν περνά
η ζωή μας όλη ξανανθίζει..
ο πόνος η ‘ζωντάνια’ μας
και η χαρά μας άξια ανεκτίμητη χωρίς αυτό μας το ταξίδι
και οι θύμησες η ιστορία μας..
μην σκιάζεσαι δεν θα χαθεί μόνο του επιστρέφει
και ας νόμιζες πως πάλεψες θεριά να το γυρίσεις.....

...όνειρο...

Μίλα μου, και τι να πω; Σε θέλω; δεν θα ήτανε μέσα μου να αλητεύει τόση ώρα.
Σε αγαπάω; δεν πρόλαβα. Γιατί αν περίμενε να αρχίσω τις καυτές ‘ομολογίες’ σαν να ήμουνα καμιά υπάλληλος σε ‘ροζ’ υπηρεσία δεν θα άκουγε ούτε τον αναστεναγμό μου! Τι ήτανε τότε;
Χαστούκι στο πρόσωπο! Να τι ήτανε! Εγώ, εγώ, εγώ. Εγώ κορίτσια δεν θα κάνω ποτέ σεξ αν δεν είμαι τρελά ερωτευμένη, εγώ δεν θα νιώσω κανέναν αν δεν είναι ο άνθρωπος μου, έτσι είμαι εγώ! Χαμογέλασα, όχι πικρά. Θυμήθηκα τις φίλες μου, μετρούσανε τους εραστές στα δάκτυλα των χεριών τους και όταν ήτανε η σειρά μου, βάζανε τα γέλια, ένα, δυο, ένα, δυο! Εδειχνα ότι ντρεπόμουνα – ε μα πως! θέλει και λίγο θέατρο η ζωή! Καταβάθος ήμουνα περήφανη, η φθορά δεν με είχε αγγίξει, τουλάχιστον αυτό που εγώ ονόμαζα φθορά, του σώματος μας, της ψυχής μας όλης.
Τώρα τι κάνουμε Μαράκι μου; Τρεις επιλογές έχω - πρώτη επιλογή! είμαι ερωτευμένη, δεύτερη! το είδα ξαφνικά μελαχρινή Σαμάνθα του Sex and the City και τρίτη! πείθω τον εαυτό μου ότι έβλεπα όνειρο! Απορρίπτω αμέσως το δεύτερο, δεν μου αρέσει η οποιαδήποτε ταύτιση και συνεχίζω το παραλήρημα! Όμορφο όνειρο! Από αυτά τα όνειρα που έτσι και σε ξυπνήσει κανείς θες να βάλεις τις φωνές! Ευτυχώς στο δικό μου όνειρο μόνο την φωνή του άκουγα, την ανάσα του, με νανούριζε, κοιμόμουνα και βούλιαζα μέχρι τα ξημερώματα. Ωραία! Πείσθηκες για το όνειρο; Α ναι! Καλύτερα από το να είμαι ερωτευμένη!
Πως το λες έτσι κορίτσι μου, δεν είναι αρρώστια! Μα είναι! Σε χαρακώνει!
Σε διαβάλει! Πίνακας αφηρημένης τέχνης γίνετε η ζωή σου όλη! Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ (να το καταραμένο το εγώ) όταν ερωτεύομαι αυτοκαταστρέφομαι! Παίρνει ανάσα η ζωή για εκείνον μόνο! Βουτάω τα χέρια μου στην σάρκα μου και του δινω και την καρδια μου! Μεταφορικά και κυριολεκτικά! Μάλιστα! Δεν έχω τύψεις τελικά για να βλέπω τόσο ζωντανά και όμορφα όνειρα! Να το ένοχο χαμόγελο, μεγαλειώδης! Νιώθω λες και με βρήκε η μαμά μου με το γλυκό του κουταλιού αγκαλιά, από το καλό, κεράσι. Πως το φύλαγε για να τρατάρει τους ξένους! Κωμωδία! και αυτό λες και δεν ήθελε να το γευτούνε ‘βάρβαροι’, μου έκλεινε το μάτι κάθε φορά που το έβλεπα, τυχαία και μη!
Τελικά, λίγο η γεύση του γλυκού, λίγο το άρωμα του απροσδόκητου συνένοχου μου, πείθομαι για την απουσία των όλων τύψεων μου και παω για ύπνο πάλι..

..φυγή..

Κοίταξα το ταβάνι, μύριζε βρώμικο, τις αράχνες δεν τις έβλεπα στο αχνό φως που με τα βίας έμπαινε από τα στόρια αλλα ήμουνα σίγουρη οτι ήτανε εκεί. Ενας ιστός μου γαργαλούσε την κοιλιά, πως να μην ήμουνα. Σε τι ταλαιπωρία έβαζα την ψυχή μου, το σώμα μου. Δεν θα μου έβγαινε σε καλό αύτο το ταξίδι αλλά ήρθα. Ποια δύναμη πιο ισχυρή από την λογική με έφερε εδώ. Η αγάπη; Ήτανε τόσο δυνατή; Το πάθος ίσως; Αυτό μάλιστα. Δεν θέλω αλλά πάθη! Αφήστε με ήσυχη!

Ικανοποίησα το πάθος μου, το δικό του, έβαλα ένα κομμάτι στο παζλ του καλλιτέχνη μου. Τώρα θέλω να φύγω. Δεν μπορώ να περάσω το βραδύ μου εδώ.
Μπορείς να πεις ότι είμαι κακομαθημένη. Είμαι! Δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ! Όχι! Η πόρτα άνοιξε και λούστηκε το δωμάτιο με φως του φεγγαριού. Μην με μπερδεύεις και εσύ φως μου. Εσύ ξεχύθηκες εδώ πέρα. Μην με κανείς να μετανιώσω. Θέλω να φύγω. Καλά είσαι μάτια μου; με ρώτησε. Όχι φώναξα μέσα μου, ναι ακούστηκε έξω μου. Νόμιζα θα είχες κοιμηθεί μέχρι τώρα και με αγκάλιασε. Δεν μπορούσα με όλη αυτή την μουσική ανταποκρίθηκα.

Τι παράξενος άνθρωπος. Ο πιο παράξενος άνθρωπος που γνώρισα σε όλη μου την ζωή. Παράξενα και όλα όσα μου έβγαζε. Φορές που θέλω να τον χτυπώ τόσο πολύ μέχρι να ματώσουνε τα χεριά μου όπως είναι ήδη η ψυχή μου και άλλες να τον έχω αγκαλιά, να τον χαιδεύω και να τον φιλάω μέχρι να διώξω όλους αυτούς τους δαίμονες που τον κυνηγάνε. Κάνω το δεύτερο, κάνει το ίδιο μέχρι που και ο Μορφέας μας χαμογέλασε τελικά ικανοποιημένος.

Ξημερώνει. Η θάλασσα σιγοτραγουδούσε. Ξέχασα και τις αράχνες!
Τι λαμπερή μέρα έρχεται! Άνοιξα την πόρτα απαλά σαν να φιλούσα μωρό στον ύπνο του και βγήκα έξω. Θάλασσα με βουνό! Τι όμορφο πάντρεμα. Μύριζε φύκια και αχινούς τοσο έντονα! Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρονιά. Στην ακρογιαλιά με τα αδέλφια μου περιμένοντας τον μπαμπά μου που κατακτούσε και λεηλατούσε τα βράχια! Όμορφος άντρας ο πατέρας μου! Τον ζήλευε ο Ποσειδώνας, ζήλευε την λατρεία που του είχε η θάλασσα! Τι χαρά κάναμε όταν γυρνούσε! Αυτό ήτανε ζωή! Το γελαστό πρόσωπο του, τα πιο γελαστά δικά μας! Θα του άρεσε εδώ είμαι σίγουρη.

Έβαλα τα πόδια μου μέχρι το γόνατο, με γαργαλούσε αυτό το νερό! Δεν είχα καταλάβει πότε το παιχνίδι έγινε έρωτας μέχρι που είχα ήδη βραχεί ολόκληρη!
Βγήκα από μέσα της και κάθισα στην αμμουδιά αγκαλιάζοντας την. Δεν τολμούσα να φύγω! Σαν να ήτανε γυναίκα, μην την πληγώσω! Ακούστηκε ένα Μαρία μου και τρόμαξα! Πότε ήρθε χωρίς να ακούσω βήμα. Μαρία μου σε φωνάζω εδώ και ώρες, νόμιζα ότι έφυγες! Μα έφυγα, απόρησα. Αν δεν έφευγα δεν θα ήμουνα εδώ........

..le pouvoir de mots..

Όμορφη που ήτανε Θεέ μου η περιγραφή του..
σύντομη..απότομη..ωμή..αλλα όμορφη..
αφαιρέθηκα..ανατρίχιασα...
τον ένιωθα μέσα μου..και δεν με είχε ακουμπήσει...
ένιωθα την δυναμη του..και δεν ήξερα τον ρυθμό της..

Μια στιγμή ολα..την δεύτερη έπαψα να νιώθω..
να πάλλομαι στους ρυθμούς που δεν ήξερα...
Στεναχωρέθηκα..Θύμωσα..Πόνεσα..
Χαμογέλασα..το μούδιασμα ήτανε ακόμα εκεί...

..Viktor & Rolf..

Θυμάσαι το παιχνίδι που παίζαμε μικροί; Ο πρώτος που θα μιλήσει θα ....;
Συνειδητά έβαλα τους δικούς μου όρους,
ο πρώτος που θα σκεφτεί θα .... και έπαιζα με σύμμαχο και εχθρό, ποιον άλλον; εμένα.
Άδειασα το μυαλό μου τόσο που νομίζω έχω καταφέρει το ακατόρθωτο,
ζωντάνεψα και έκαψα ταυτόχρονα τις συγκινησιακές μου μνήμες χωρίς κανένα αισθητήριο βοήθημα.
Τι εικόνα! Τι μυρωδιά! Απλά δεν υπήρχε τίποτα πια για να τις επαναφέρει!
Ξαναγεννήθηκα μέσα από την απώλεια της σκέψης, της μνήμης, της περασμένης ζωής και τι ανακούφιση η ατμόσφαιρα είχε το άρωμα του Viktor & Rolf και όχι οινοπνεύματος & χλωρίνης!
Δεν ήτανε κανενός άθελα του έργο, ήτανε δικό μου και θελημένο.
Ένιωσα δυνατή και -φαντάσου- δεν σκεφτόμουνα. Σαν να ήτανε χθες που είχα ξυπνήσει από το κώμα.
Σαν να ήτανε χθες που είδα εμένα για πρώτη φορά στον καθρέφτη και τρόμαξα!
‘Πρωτοτύπησα’, φόρεσα παντελόνια και βγήκα έξω να πάρω τσίχλες και όχι τσιγάρα!
Ευτυχώς την τελευταία στιγμή ‘σκέφτηκα’ ότι χρειάζομαι κάτι για να πάρω κάτι άλλο…
εδώ γιατί να διαφέρει; ‘ψιλά’! και έχασα το παιχνίδι...

..Έλα να σε μάθω πως να μ’αγαπάς..


‘Έλα να σε μάθω πως να μ’αγαπάς’ φώναξε η Ψυχή
μα ο Νους φοβήθηκε και κρύφτηκε πίσω από τον Ήλιο
Πέταξε η Ψυχή, έγινε θνητή και έμαθε να αγαπάει,
να ζει νύχτα μέρα σε ταξίδι, στην ζέστη και στο κρύο!

Την κρυφοκοίταζε ο Νους και χαιρότανε με τα καμώματα της,
ήτανε σαν άστρο λαμπερή,
σαν πηγή με νερό κρύο, γλυκύ
και ξεχνούσε προς στιγμής τα παιδιαρίσματα της!

Πόναγε η Ψυχή, έτρεχε ο Νους για να την αγκαλιάσει,
μάζευε τα κομμάτια της, σαν να χανε αντιστραφεί οι ρόλοι
σαν να έγινε αυτός η Ίσιδα και η Ψυχή ο Όσιρις
της τραγουδούσε για την σιγουριά, για μεγαλεία που δεν χρειάζονται φτερά!

Μα όταν ήτανε και πάλι δυνατή σε αλλά σώματα γυρνούσε,
έμπαινε, γευότανε και τον παλιό της πόνο αμέσως τον ξεχνούσε.
Και έπεφτε μια από τον Ουρανό και μια απ’το Φεγγάρι
Πόναγε, έγλυφε τις πληγές, αλλά εκεί γυρνούσε πάλι!

Έμαθε στο τέλος και ο Νους πως για να την γιατρέψει
έπρεπε και αυτός μαζί της να πορεύει,
σε κάθε βήμα σαν σε μικρό παιδί το χέρι του να απλώνει,
και να την μάθει πως μπορεί να ταξιδεύει δίχως πια να πέφτει!

..ξύπνημα..

Κοίταξε δίπλα του και η κοπέλα κοιμότανε, τραγούδαγε η αναπνοή της.
Τι γλυκός ύπνος! Πόσο καθαρή συνείδηση θα είχε αυτός ο άνθρωπος ή πόσο αναίσθητη θα ήτανε να μην την άγγιζε καμία ένοχη.

Δεν ήθελε να κοιμηθεί, ήθελε να μείνει εκεί να την κοιτάζει, να θυμηθεί τα νιάτα του, όταν κοιμότανε χωρίς παραμιλητό, χωρίς τις συσπάσεις στο πρόσωπο, στο σώμα.

Τεντώθηκε, πήρε το μαξιλάρι αγκαλιά, δεν τολμούσε να πάρει αυτήν. Και αν την ξυπνούσε; Το ρόλοι στο κομοδίνο έδειχνε 4.20. Ωραία, αργεί να ξημερώσει. Μετρούσε αναπνοές, τις φακίδες στην πλάτη της σαν προβατάκια στον ουρανό.

Ξανακοίταξε το ρόλοι, 10.00! Ανασηκώθηκε!
Η κοπέλα δεν ήτανε εκεί, καφέ στην χόβολη μύριζε όλο το σπίτι και ξύπνημα όλη του η ψυχή!

..ζωή..





Δεν ξέρω που έχω χάσει τα όρια μου, εκεί που πάλευα το αν τα φτάνω, τα έσπρωχνα, δεν το καταλάβαινα!
Ένα μπέρδεμα όλα! Πως τα διαχωρίζει όλα αυτά ο νους, πρέπει;
Πως περιμένουμε να ζήσουμε όσο πιο ανθρώπινα γίνεται σε ένα κόσμο που και να δεις άνθρωπο φοβάσαι να τον αγγίξεις; Να δοκιμάσεις το άρωμα του, την γεύση του, να θαυμάσεις την ιδιαιτερότητα του;
Φόβος! Και αν κάνω λάθος; αν δεν είναι ‘άνθρωπος’; τελικά εσύ δοκίμασες;

Και να πως γίναμε όλοι ξένοι, εμείς που έχουμε τόσο κοινά, εμείς που από όλους τους ‘ρόλους’ περνάμε. Πόσο σοφοί θα είμαστε, πόσο θα αγγίζαμε την τελειότητα, λίγο, τόσο λίγο χρόνο, όσο το πετάρισμα των βλεφάρων να είχαμε, να μοιράζαμε εμείς τους ρόλους μας με όλες τις αισθήσεις μας.
Συλλαμβάνομαι να τρέχω τόσο γρήγορα που μου φεύγει η ψυχή, μια ανάσα είναι και αυτή όλη και όλη.

Θεέ μου, να ένας άνθρωπος που δεν φοβάμαι να αγγίξω, τον βλέπω, κοιτάζει στο άπειρο και το άπειρο να είμαι εγώ.
Πέφτει η ταχύτητα, επιστρέφω, κάτι μάτια μπλε θησαυρός και εγώ η πιο τυχερή του άπειρου να τα κοιτάζω.
Όσα κέρματα χωράει μια χούφτα, ένα κερί, δυο κουβέντες, με ξανακοιτάει. Εμένα! Χαμογελάω! Πως μπορείς να αρχίσεις να ‘φιλοσοφείς’ με αυτόν που έχει όλο τον Χριστό μέσα του;
Πόσο λίγη νιώθω εκείνη την ώρα, όλη η ζωή μου μια εικόνα στα μπλε του μάτια, ντρέπομαι, για αυτά που φοβάμαι, για αυτά που δεν φοβήθηκα να κάνω και για άλλα τόσα που σκέφτηκα, δεν το κάνω, την ευχή του μόνο.

Φεύγω, ένας καλοκαιρινός ήλιος μέσα μου και ας είναι χειμώνας, μόνο έτσι ζεσταίνετε η ψυχή μου. Από το ραδιόφωνο ο Παναγόπουλος - μια καλημέρα θα σου πω, μετά θα φύγω θα χαθώ και ίσως με ξαναδείς μονάχα στον όνειρο σου.
Όμορφη ζωή! Και ας είναι ένα μπέρδεμα όλα. Θα δοκιμάσω. Τι έχω να χάσω....και οι πικρές γεύσεις έχουν την γλύκα τους...